σκιφίας

σκιφίας
ὁ, Α
(δωρ. τ.) βλ. ξιφίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκιφίας — σκιφίᾱς , σκιφία fem acc pl σκιφίᾱς , σκιφία fem gen sg (attic doric aeolic) σκιφίᾱς , σκιφίας sword fish masc acc pl σκιφίᾱς , σκιφίας sword fish masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξιφίας — (xiphias gladius). Τελεόστεο περκόμορφο ψάρι, μοναδικό είδος της οικογένειας των ξιφιδών. Το ψάρι αυτό, που μπορεί να ξεπεράσει σε μήκος τα 4 μ. και ζυγίζει κατά μέσο όρο 300 κιλά, ζει σε όλες τις εύκρατες και θερμές θάλασσες και τρέφεται με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”